σταλαγμίτης — ο απολίθωμα που σχηματίζεται στο έδαφος των σπηλαίων από σταγόνες νερού που πέφτουν από πάνω: Στο σπήλαιο των Ιωαννίνων υπάρχουν καταπληκτικοί σε σχήματα σταλακτίτες και σταλαγμίτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Estalagmita — Saltar a navegación, búsqueda Estalagmita en la cueva Baradla (Hungría). Una estalagmita (del griego Σταλαγμίτης stalagma, gota) es un tipo de espeleotema (depósito de minerales que se forman por precipitación química) que se forma en el suelo de … Wikipedia Español
Сталагмит — Сталагмиты (от греч. σταλαγμίτης капля) натёчные минеральные образования (большей частью известковые, реже гипсовые, соляные), растущие в виде конусов, столбов со дна пещер и других подземных карстовых полостей навстречу сталактитам и … Википедия
Estalagmita — (Del gr. stalagmos, líquido que gotea.) ► sustantivo femenino GEOLOGÍA Concreción calcárea formada sobre el suelo de las cuevas, en sentido inverso al de las estalactitas. * * * estalagmita (del gr. «stalagmós», goteo) f. Concreción formada sobre … Enciclopedia Universal
σταλακτίτης — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η κωνοειδής συνήθως ασβεστολιθική στήλη, που εμφανίζεται στην οροφή σπηλαίων. Τα νερά της βροχής που εισχωρούν στο έδαφος, επειδή περιέχουν διοξείδιο του άνθρακα, όταν περνούν από ασβεστολιθικά πετρώματα διαλύουν… … Dictionary of Greek
Διρού, σπήλαια — Ονομασία τριών σπηλαίων στη νότια ακτή του όρμου Διρού. Τα σπήλαια φημίζονται για το φυσικό τους κάλλος, αλλά και για τη γεωλογική, σπηλαιολογική και αρχαιολογική τους αξία. ΑλεπότρυπαΠροϊστορικό σπήλαιο σε ύψος 18 μ. από τη θάλασσα στον Πύργο… … Dictionary of Greek